προτίθεμαι

προτίθεμαι
ΝΜΑ, και ο ενεργ. τ. προτίθημι Α
έχω την πρόθεση να κάνω κάτι, σκοπεύω, σχεδιάζω (α. «προτίθεμαι να ταξιδεύσω» β. «πολλάκις προεθέμην ἐλθεῑν πρὸς ὑμᾱς», ΚΔ)
αρχ.
ενεργ. προτίθημι
1. (για φαγητό ή γεύμα) τοποθετώ κάτι μπροστά από κάποιον, παραθέτω («τούτοισι προθεῑναι δαῑτα», Ηρόδ.)
2. εκθέτω («ὁ θανάτῳ προτεθείς», Ευ ρ.)
3. θέτω μπροστά σε κάποιον, παρουσιάζω («ὅς ἦν γὰρ μοι σὺ προύθηκας σποδόν», Σοφ.)
4. δίνω αφορμή, γίνομαι αίτιος (α. «ἅμιλλαν γὰρ σὺ προύθηκας λόγων», Ευρ.
β. «ποιήσατε δὲ τοῑς Ἕλλησι παράδειγμα οὐ λόγων τοὺς ἀγῶνας προθήσοντες», Θουκ.)
5. ορίζω ή προτείνω ως σημείο ή βραβείο («ὠφέλιμον στέφανον τοῑσδε τε καὶ τοῑς λειπομένοις τῶν τοιῶνδε ἀγώνων προτιθεῑσα», Θουκ.)
6. ορίζω («ἐς γὰρ ἑβδομήκοντα ἔτεα οὖρον τῆς ζόης ἀνθρώπῳ προτίθημι», Ηρόδ.)
7. προβάλλω ως έργο («κοὔπω τοιοῡτον οὔτ' ἄκοιτις ἡ Διὸς προύθηκεν», Σοφ.)
8. (σχετικά με χρήματα) προκαταβάλλω («τὸ δόμενος ἆθλον ὑπὸ τοῡ δήμου αὐτὸς προέθηκεν ἐκ τοῡ ἰδίου», επιγρ.)
9. εκθέτω κάτι ενώπιον τού λαού
10. εκθέτω εμπορεύματα για επίδειξη ή για πώληση
11. αναπτύσσω δημόσια ανακοίνωση («προτίθημι τὸ λεύκωμα πρὸ τοῡ ναοῡ», επιγρ.)
12. κοινοποιώ («τοὺς προτιθέναι περὶ ὧν δεῑ βουλεύεσθαι», επιγρ.)
13. καλώ σε εκδίκαση με ανακοίνωση
14. ειδοποιώ για πώληση ή για άλλο σκοπό
15. προκηρύσσω αμοιβή για τη σύλληψη κάποιου («τοῑς συλλημψομένοις ὑμῑν γέρα προτιθέντα», πάπ.)
16. προτείνω γνώμη ή ιδέα για συζήτηση ή ψηφοφορία («ποιήσαντες ἐκκλησίαν οἱ Ἀθηναῑοι γνώμας σφίσιν αὐτοῑς προυτίθεσαν», Θουκ.)
17. ορίζω συνέλευση ή συνεδριάζω («προύθεσαν οἱ πρυτάνεις ἐκκλησίαν», Λουκ.)
18. βάζω το ένα πόδι πριν από το άλλο («βραδύπουν ἤλυσιν ἄρθρων προτιθεῑσα», Ευρ.)
19. προβάλλω ως πρόφαση («οὔκουν ἄν εἴποις ἥντιν' αἰτίαν προθείς», Σοφ.)
20. θέτω κάτι εκ τών προτέρων ή ως πρώτο, προτάσσω («ὅτι πάσης ἀρχόμενον νομοθεσίας χρὴ προτιθέναι παντὸς τοῡ λόγου τὸ πεφυκὸς προοίμιον ἑκάστοις», Πλάτ.)
21. τοποθετώ κάτι μπροστά από κάτι άλλο («ὀμμάτων πέπλον προθέσμαι», Ευρ.)
22. προτιμώ («πολλοὶ τῶν δικαίων τὰ ἐπιεικέστερα προτιθεῑσι», Ηρόδ.)
23. μέσ. α) θέτω μπροστά μου ή βάζω και θέτουν μπροστά μου («κλίνας προσθεμένος πολυτελεῑς», Πλούτ.)
β) επιδεικνύω («τὴν ἐς τοὺς πολέμους ὑπὲρ τῆς πατρίδος ἀνδραγαθίαν προτίθεσθαι», Θουκ.)
γ) οικτίρω («θνητοὺς ἐν οἴκτῳ προθέμενος», Αισχύλ.)
δ) θέτω στην πρώτη γραμμή («προθέμενοι τοὺς γροσφομάχους πολλὰς ἐπ' ἀλλήλαις κατόπιν ἵστασαν σημαίας», Πολ.)
ε) λαμβάνω ως δεδομένο («τότ' ἤδη προθέμενοι ψιλῶς τὸν ὑπέρ αὐτῆς τῆς Ρωμαίων πολιτείας ποιησόμεθα λόγον», Πολ.)
24. φρ. α) «προτίθημι τινὰ κυσὶν [ή θηρσίν]» — ρίχνω κάτι στα σκυλιά ή στα θηρία
β) «προτίθημι αἵρεσιν» — προτείνω εκλογή
γ) «προτίθημι ζημίαν [ή ἐπιτίμιον]»
(νομ.) ορίζω ως ποινή
δ) «προτίθημι νεκρόν» — εκθέτω νεκρό στολισμένο, έτοιμο για ταφή
ε) «προτίθεσθαί τινι ἄριστον» — προστάζω να παρατεθεί σε κάποιον το γεύμα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • προτίθεμαι — βλ. πίν. 138 (μόνο στον ενεστ. και παρατατ.) …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • προτίθεμαι — προτίθημι set before pres ind mp 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έχω — (I) (ΑΜ ἔχω) 1. κρατώ κάτι στα χέρια μου, είμαι ο κάτοχος (κύριος, ιδιοκτήτης) ενός πράγματος («έχει σπίτια και κτήματα») 2. (για προσωπική κράτηση) κρατώ, φυλάω («τόν έχουν μέσα» ή «τόν έχουν στη φυλακή») 3. (για δήλωση συγγενικού δεσμού ή άλλης …   Dictionary of Greek

  • μέλλω — (ΑM μέλλω) 1. προτίθεμαι, σκοπεύω, έχω στον νου μου να κάνω κάτι («ἐγὼ κτενεῑν ἔμελλον πατέρα τὸν ἐμόν», Σοφ.) 2. (το γ εν. ενεστ. και πρτ. ενεργ. και μέσ. ως απρόσ.) α) μέλλε πρόκειται να... ή είναι ενδεχόμενο να... ή είναι πεπρωμένο να... β)… …   Dictionary of Greek

  • усердствую — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;}  глаг. (προτίθεμαι) предполагаю, намереваюсь …   Словарь церковнославянского языка

  • ίημι — ἵημι (Α) 1. κινώ, βάζω κάτι σε κίνηση, κάνω κάτι να κινηθεί γρήγορα («ἧκα πόδας καὶ χεῑρε φέρεσθαι», Ομ. Οδ.) 2. αφήνω κάτι να πέσει κάτω (α. «κὰδ δὲ κάρητος ἧκε κόμας» άφησε τα μαλλιά να κρέμονται από το κεφάλι, Ομ. Οδ.) 3. στέλνω, αποστέλλω 4.… …   Dictionary of Greek

  • αποσκοπώ — (ΑΜ ἀποσκοπῶ, έω, Α κ. σκοπεύω κ. σκοπιάζω) έχω κάποιο σκοπό, αποβλέπω σε κάτι, προτίθεμαι μσν. ἀποσκοπούμαι είμαι θεατός από απόσταση αρχ. 1. αποστρέφω το βλέμμα μου από κάποιο σημείο και κοιτάζω σταθερά αλλού 2. βλέπω, παρατηρώ 3. προσέχω,… …   Dictionary of Greek

  • διανοούμαι — (Α διανοοῡμαι, έομαι και διανοῶ, έω) 1. αναλογίζομαι, διαλογίζομαι, στοχάζομαι 2. έχω στον νου μου, σκοπεύω, σχεδιάζω, μελετώ νεοελλ. (η μτχ. ως ουσ.) ο διανοούμενος ο λόγιος, ο στοχαστής, ο επιστήμονας, ο πνευματικός εργάτης αρχ. 1. σκοπεύω,… …   Dictionary of Greek

  • δοκώ — (I) (AM δοκῶ, έω) Ι. δοκώ αρχ. μσν. και «δοκεῑ μοι» νομίζω, θαρρώ νεοελλ. (ε)δοκήθηκα αντιλήφθηκα αρχ. μσν. 1. απρόσ. «δοκεῑ μοι» μού φαίνεται ορθό 2. (προσωπικό με δοτ.) φαίνομαι («μάλα μοι δοκέει πεπνυμένος εἶναι», Αισχ.) 3. (για πρόσ.)… …   Dictionary of Greek

  • δρασείω — (Α) επιθυμώ ή προτίθεμαι να κάνω κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. Εφετικό τού δρω*] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”